πυκνότατα

πυκνότατα
πυκνός
close
adverbial superl
πυκνός
close
neut nom/voc/acc superl pl
πυκνος
with pointed bottom
adverbial superl
πυκνος
with pointed bottom
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυκνοτάτας — πυκνοτάτᾱς , πυκνός close fem acc superl pl πυκνοτάτᾱς , πυκνός close fem gen superl sg (doric aeolic) πυκνοτάτᾱς , πυκνος with pointed bottom fem acc superl pl πυκνοτάτᾱς , πυκνος with pointed bottom fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεπήτριμος — ον, Α 1. πυκνότατα υφασμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πανεπήτριμα μτφ. (για το χιόνι) πέφτοντας πυκνότατα («ἑσπερίου ζεφύρου πανεπήτριμα χευαμένοιο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπήτριμος «υφασμένος με πυκνό τρόπο»] …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • νυκτιλύκη — (Noctiluca miliaris ή Scintillans). Θαλάσσιο πρωτόζωο της τάξης των δινομαστιγωτών, της ομοταξίας των μαστιγοφόρων ή μαστιγωτών. Το ζώο αυτό, που αποτελείται από ένα μοναδικό σφαιρικό κύτταρο διαμέτρου 0,5 1 χιλιοστό, είναι προικισμένο μ’ ένα… …   Dictionary of Greek

  • ακανθόλιμο — (acantholimon). Γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των μολυβδαινιδών ή πλουμβαγινιδών. Διαφέρουν από τα λεγόμενα στατικά φυτά στο ότι διαθέτουν πυκνότατα στρώματα φύλλων. Τα φύλλα τους είναι βελονοειδή, έχουν χρώμα κόκκινο ή λευκό και φέρουν… …   Dictionary of Greek

  • αναρριχητικό — Στη βοτανική ονομάζεται α. το φυτό που ο βλαστός του δεν μπορεί να σηκωθεί από το έδαφος, αλλά αναπτύσσεται στηριζόμενο στους κορμούς και στα κλαδιά άλλων φυτών ή σε διάφορα υποστηρίγματα (τοίχοι, βράχοι, πάσσαλοι), προσκολλώμενο σε αυτά με… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Ροδόπης, οροσειρά — Μεγάλη οροσειρά της Βαλκανικής χερσονήσου. Αποτελεί προέκταση του Αίμου, με κατεύθυνση από ΒΔ στα ΝΑ και χωρίζει τις κοιλάδες των ποταμών Έβρου και Νέστου. Οι κορυφές Ρίλος (υψόμ. 2.673 μ.) και Μουσαλά (υψόμ. 2.925 μ.) ενώνουν τη Ρ. με τον Αίμο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”